Ograniczoność στα ελληνικά

Μετάφραση: ograniczoność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
Ograniczoność στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aresztowanie στα ελληνικά - συλλαμβάνω, σπασμός, σύλληψη, ταραχή, φόβος, συλλάβει, συλλάβουν, ...
  • buffeting στα ελληνικά - στροβιλισμό, γρονθοκοπήματα, γρονθοκόπημα, στροβιλισμούς του ανέμου
  • całokształt στα ελληνικά - συναρμολόγηση, άρτιος, σύναξη, ακέραιος, συσσωμάτωμα, ολόκληρος, ολότητα, ...
  • drgnięcie στα ελληνικά - κλονισμός, τράνταγμα, κόπανος, τράβηγμα, σπασμός, τίναγμα, συσπώνται, ...
Τυχαίες λέξεις
Ograniczoność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της