Ograniczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: ograniczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, δεμένος, περιστέλλω, τσιγκουνεύομαι, στενός, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciekawy στα ελληνικά - ενδιαφέρων, περίεργος, παράξενος, αδιάκριτος, γραφικός, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ...
- denerwować στα ελληνικά - παρενοχλώ, δυσαρεστώ, επιδεινώνω, ενοχλώ, ερεθίζω, μελαγχολώ, ταράσσομαι, ...
- dokonywać στα ελληνικά - δεσμεύω, κατορθώνω, καλαφατίζω, εξαναγκάζω, αποδίδω, κατασκευάζω, φτιάχνω, ...
- grynszpan στα ελληνικά - ετυμηγορία, πρασινάδα χαλκού, πατίνα, οξείδωση χαλκού, οξειδωτικό στρώμα
Τυχαίες λέξεις
Ograniczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, δεμένος, περιστέλλω, τσιγκουνεύομαι, στενός, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Μεταφράσεις: περιορίζω, δεμένος, περιστέλλω, τσιγκουνεύομαι, στενός, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας