Okazja στα ελληνικά
Μετάφραση: okazja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίπτωση, συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, παζαρεύω, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agent στα ελληνικά - συντελεστής, μεσίτης, πράκτορας, παράγων, παράγοντας, αντιπρόσωπος, μέσο, ...
- dziarski στα ελληνικά - ζωηρός, ζωηρό, ζωηρή, ζωηρά, perky
- hossa στα ελληνικά - έξαρση, άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας
- interferować στα ελληνικά - επεμβαίνω, παρεμβαίνω, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Τυχαίες λέξεις
Okazja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίπτωση, συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, παζαρεύω, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Μεταφράσεις: περίπτωση, συγκυρία, ευκαιρία, τύχη, πιθανότητα, παζαρεύω, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας