Opłacać στα ελληνικά
Μετάφραση: opłacać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαργυρώνω, πληρώνω, πληρωμή, χρήματα, μετρητά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- boso στα ελληνικά - ξυπόλυτος, χωρίς παπούτσια, ξυπόλητος, ξυπόλητοι, ξυπόλυτοι
- formułować στα ελληνικά - κατασκευάζω, διατυπώνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, διατυπώσει, διατυπώνει, ...
- geny στα ελληνικά - γονίδια, γονιδίων, γονίδια που, τα γονίδια, γονιδίων που
- geoda στα ελληνικά - Geode
Τυχαίες λέξεις
Opłacać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, πληρώνω, πληρωμή, χρήματα, μετρητά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, πληρώνω, πληρωμή, χρήματα, μετρητά, πληρώσει, καταβάλει, πληρώσουν, πληρώνουν