Opał στα ελληνικά

Μετάφραση: opał, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, ξύλο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Opał στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autopilot στα ελληνικά - αυτόματο πιλότο, αυτόματου πιλότου, αυτόματος πιλότος, του αυτόματου πιλότου
  • boczyć στα ελληνικά - συνοφρυώνομαι, σκυθρωπιάζω, αποκλίνουν, αποκλίνει, διαφέρουν, να αποκλίνουν, να αποκλίνει
  • cynicznie στα ελληνικά - κυνικά, κυνικό τρόπο, κυνικό, κυνισμό, με κυνικό τρόπο
  • drużyna στα ελληνικά - ομάδα, ομάδας, την ομάδα, της ομάδας, η ομάδα
Τυχαίες λέξεις
Opał στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, ξύλο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων