Oparzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: oparzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζεματίζω, καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aeroby στα ελληνικά - καρδιο, cardio, καρδιαγγειακής, καρδιαγγειακές, καρδιαγγειακής άσκησης
- dziewiczość στα ελληνικά - αθωότητα, αγνότητα, παρθενιά, παρθενίας, παρθενία, την παρθενιά, την παρθενία
- dżudo στα ελληνικά - τζούντο, judo, το τζούντο, του τζούντο, το judo
- historiograf στα ελληνικά - ιστοριογράφος, ιστοριογράφου, ιστοριογράφο, ιστοριογραφίας, ιστοριογράφος αρκείται
Τυχαίες λέξεις
Oparzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζεματίζω, καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Μεταφράσεις: ζεματίζω, καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται