Opodatkowywać στα ελληνικά
Μετάφραση: opodatkowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, φορολογούνται, φορολογείται, φορολογηθεί, φορολογηθούν, φορολόγηση
Μεταφράσεις
- cybernetyczny στα ελληνικά - κυβερνητικός, κυβερνητικής, κυβερνητικό, κυβερνητική, cybernetic
- elektorat στα ελληνικά - εκλογικό σώμα, εκλογείς, εκλογικού σώματος, ψηφοφόρους, ψηφοφόρων
- geriatria στα ελληνικά - γηριατρική, γηριατρικής, γηριατρικη, τη γηριατρική, της γηριατρικής
- grapa στα ελληνικά - σταφύλι, γράπα, GRAPA
Τυχαίες λέξεις
Opodatkowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, φορολογούνται, φορολογείται, φορολογηθεί, φορολογηθούν, φορολόγηση
Μεταφράσεις: προβληματίζω, φορολογώ, φόρος, φορολογούνται, φορολογείται, φορολογηθεί, φορολογηθούν, φορολόγηση