Oponent στα ελληνικά
Μετάφραση: oponent, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίπαλος, αντίπαλο, αντίπαλης, αντιπάλου, αντίπαλό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- animalizm στα ελληνικά - κτηνωδία, ζωικότητα, τη ζωικότητα
- centralizowanie στα ελληνικά - συγκέντρωση, συγκεντρωτισμός, συγκεντρωτισμό, συγκεντρωτισμού, κεντροποίηση
- elektrometalurgia στα ελληνικά - ηλεκτρομεταλλουργίας
- gospodarka στα ελληνικά - οικονομολογία, οικονομική, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, της οικονομίας
Τυχαίες λέξεις
Oponent στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίπαλος, αντίπαλο, αντίπαλης, αντιπάλου, αντίπαλό
Μεταφράσεις: αντίπαλος, αντίπαλο, αντίπαλης, αντιπάλου, αντίπαλό