Opornik στα ελληνικά

Μετάφραση: opornik, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, αντοχή, dimmer, ροοστάτη, ρυθμιστή, ροοστατικό, ρεοστάτη
Opornik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afiniczny στα ελληνικά - συσχετισμένος, affine, συσχετισμένα, συσχετισμένη, συσχετισμένους
  • drzeworytnictwo στα ελληνικά - ξυλογραφία, την ξυλογραφία
  • hart στα ελληνικά - σθένος, καρτερία, το σθένος, fortitude, ψυχικό σθένος
Τυχαίες λέξεις
Opornik στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, dimmer, ροοστάτη, ρυθμιστή, ροοστατικό, ρεοστάτη