Λέξη: ροή

Σχετικές λέξεις: ροή

ροή εκλογικών αποτελεσμάτων, ροή συνώνυμο, ροή φορτίου, ροή ειδήσεων, ροή αποτελεσμάτων εκλογών 2014, ροή αποτελεσμάτων, ροή μάζας, ροή αίματος, ροή θερμότητας, ροή ενέργειας

Συνώνυμα: ροή

εκροή, ρεύση, ρους, ρευστότητα, τήξη

Μεταφράσεις: ροή

ροή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flow, flux, flow of, stream, flows

ροή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
flujo, fluir, fluya, de flujo, el flujo

ροή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
strömen, fließen, fluss, wasserführung, strömung, strom, durchfluss, menstruieren, flut, menstruation, Fluss, fließt

ροή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baigner, ruisseau, cours, flux, coulez, jet, s'écouler, coulent, aller, courant, circuler, écoulement, menstruation, couler, flot, coulons, se écouler, écouler

ροή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
flusso, profluvio, portata, fluire, scorrere, circolare

ροή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afluir, manar, corrente, fluxo, fluir, correr, floresça, fluem, de fluxo, flua

ροή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stroom, stroming, vlieten, vloeien, stromen, lopen, loop, stroomt

ροή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стекать, поток, утечь, притекать, ток, затекать, прилив, вытекать, выливаться, истекать, расплыться, подтекать, стечь, притечь, наплыв, подтечь, течь, потока, протекать, текут

ροή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elv, renne, strøm, flyte, flyt, strømme, strømmer, flyter

ροή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ström, flöde, flöda, strömma, flyta, flödes

ροή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoksu, solista, virrata, herua, virta, juosta, virtaus, soljua, kulku, vuo, virtaa, virtaamaan, virtauksen

ροή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strøm, flow, flyde, strømme, strømmer, flyder

ροή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průtok, proudění, příliv, hojnost, proud, tok, obtékat, příval, průtoku, proudit, téct

ροή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przepływać, przypływ, strumień, dopływ, spływ, powódź, sypkość, broczyć, zalewać, płynąć, przepływ, potok, napływać, przepływu, płyną

ροή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ömlés, folyik, áramlási, áramlás, flow, folyni

ροή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ırmak, akmak, akım, akış, aybaşı, akıntı, akmasına, akmaya, akar

ροή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
струм, линути, випливати, потік, течія, текти, теча, течу, протікати

ροή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rryma, rrjedh, rrjedhë, rrjedhin, të rrjedhin, të rrjedhë, burojnë

ροή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тека, течение, поток, дебит, потока, тече, на потока

ροή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хадзiць, адхазiць, прыходзiць, цячы, цечу, цеча, цякчы

ροή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vool, valguma, voolama, voolu, voolata, voolavad, voolab

ροή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
curiti, dotječu, teći, strujati, teče, liječenje, protok, toka, teku, pritjecati

ροή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rennsli, renna, flæði, flæða, streyma

ροή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tekėti, srovė, srautas, srauto, srautą, pratekėjimas

ροή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plūst, tecēt, straume, plūsma, plūsmas, plūsmu, ieplūdīs

ροή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проток, протокот, тече, проток на, протокот на

ροή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curge, curent, flux, curgă, curga, debit

ροή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
téci, tok, pritekale, pretoka, toka, pretok

ροή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tok, prietok, prietoku

Στατιστικά δημοτικότητας: ροή

Τυχαίες λέξεις