Opracować στα ελληνικά

Μετάφραση: opracować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπτύσσω, περίτεχνος, μεταγλωττίζω, λεπτομερής, προσεγμένος, συντάσσω, αναπτύσσομαι, συλλέγω, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει
Opracować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • burczymucha στα ελληνικά - γκρινιάρης, βομβητής, μικρό όγκο πάγου, όγκο πάγου
  • chylenie στα ελληνικά - κλίση, πλαγιά, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
  • immanentny στα ελληνικά - έμφυτος, εμμενή, ενυπάρχουσα, έμμονο, εμμενές
  • infantylizm στα ελληνικά - νηπιοπρέπεια, παιδισμό, παιδισμού
Τυχαίες λέξεις
Opracować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπτύσσω, περίτεχνος, μεταγλωττίζω, λεπτομερής, προσεγμένος, συντάσσω, αναπτύσσομαι, συλλέγω, επεξεργαστεί, επεξεργάζονται, εκπόνηση, εκπονήσει, καταρτίσει