Λέξη: φτωχαίνω

Μεταφράσεις: φτωχαίνω

φτωχαίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impoverish, impoverishes, impoverished, impoverishing, poorer

φτωχαίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
empobrecer, empobrece

φτωχαίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verarmt

φτωχαίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appauvrissent, anéantir, appauvrissez, appauvris, appauvrissons, appauvrir, appauvrit, avoir appauvri

φτωχαίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impoverire, impoverisce

φτωχαίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
empobrece

φτωχαίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verarmt, verarming, een verarming, verarming van, armer

φτωχαίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обеднять, истощить, подрывать, обеднить, истощать, обедняет, обнищанию, к обнищанию, разоряет, ведет к обнищанию

φτωχαίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utarmer, impoverishes

φτωχαίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ruinerar

φτωχαίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
köyhentää, heikentää, köyhdyttää, uuvuttaa, köyhäksi

φτωχαίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forarmer

φτωχαίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zbídačit, ochudit, ožebračit, vyčerpat, ochuzuje, ochudí, ožebračuje, zbídačuje

φτωχαίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zubożać, zubożyć, wyjaławiać, zniszczyć, zubaża, zuboża, zubożenia, zubażająca

φτωχαίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
impoverishes, szegényebbé

φτωχαίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fakirleştirir, fakirleştirmekte, yoksullaştırır, yoksullaştırmaktadır, yoksullaştıran

φτωχαίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конфісковувати, конфіскувати, заганяти, укладати, збіднює, обідняє

φτωχαίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varfëron, i varfëron, e varfëron

φτωχαίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обеднява, изтощава

φτωχαίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збядняе, абядняе

φτωχαίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaesestama, vaesestab, vaesustanud, on vaesustanud

φτωχαίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osiromašiti, iscrpsti, osiromašuje, lišava

φτωχαίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rýra, veldur fátækt

φτωχαίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skurdina, nuskurdina, skurdindama

φτωχαίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noplicina

φτωχαίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осиромашува, го осиромашува

φτωχαίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sărăcește, saraceste, saraceasca

φτωχαίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
siromaši, povzroča osiromašenje, osiromašenje, tako povzroča osiromašenje

φτωχαίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ochudobňuje, chudobnej, je chudobnej, ochudobňujú
Τυχαίες λέξεις