Osłabienie στα ελληνικά
Μετάφραση: osłabienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξασθένηση, ύφεση, εκτόνωση, ξεκούραση, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Μεταφράσεις
- cechowanie στα ελληνικά - βαθμολόγηση, σήμανση, σήμανσης, τη σήμανση, επισήμανση
- faleza στα ελληνικά - γκρεμός, βράχος, βράχο, γκρεμό, βράχου
- fantastyczność στα ελληνικά - fantasticality
- fundamentalny στα ελληνικά - θεμελιώδης, ουσιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Τυχαίες λέξεις
Osłabienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξασθένηση, ύφεση, εκτόνωση, ξεκούραση, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Μεταφράσεις: εξασθένηση, ύφεση, εκτόνωση, ξεκούραση, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία