Osłabnąć στα ελληνικά
Μετάφραση: osłabnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδυναμώνομαι, κοπάζω, αποδυναμώνω, μειώνω, υποχωρώ, ακυρώνω, ελαττώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anemometr στα ελληνικά - ανεμόμετρο, αισθητήρα ανέμου, ανεμομέτρου, ανεμόμετρου, αισθητήρας ανέμου
- asymetryczny στα ελληνικά - ασύμμετρος, ασύμμετρη, ασύμμετρες, ασύμμετρο, ασύμμετρα, ασύμμετρης
- degradacja στα ελληνικά - χειροτέρευση, επιδείνωση, υποβάθμιση, η υποβάθμιση, υποβάθμισης, αποικοδόμηση, αποδόμηση
- dyzenteryjny στα ελληνικά - δυσεντερικών, δυσεντερικά, δυσεντερικό, τα δυσεντερικά, των δυσεντερικών
Τυχαίες λέξεις
Osłabnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, κοπάζω, αποδυναμώνω, μειώνω, υποχωρώ, ακυρώνω, ελαττώνω
Μεταφράσεις: αποδυναμώνομαι, κοπάζω, αποδυναμώνω, μειώνω, υποχωρώ, ακυρώνω, ελαττώνω