Ostatnio στα ελληνικά

Μετάφραση: ostatnio, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκώ, πρόσφατα, τελευταίος, φτουρώ, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη
Ostatnio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dochodowy στα ελληνικά - επικερδής, πληρωτέος, αποδοτικός, προσοδοφόρα, προσοδοφόρες, επικερδείς, κερδοφόρα
  • ekstremalny στα ελληνικά - ακραίος, φοβερός, άκρο, ακραίες, ακραία, ακραίων
  • godło στα ελληνικά - συσκευή, οικόσημο, μηχάνημα, σύμβολο, σήμα, υπογράφω, πίνακας, ...
Τυχαίες λέξεις
Ostatnio στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκώ, πρόσφατα, τελευταίος, φτουρώ, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη