Διαρκώ στα πολωνικά

Μετάφραση: διαρκώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poprzedni, przetrwać, ciągać, wystarczać, ostatnio, ostatni, wystarczyć, trwać, starczyć, znieść, wytrwać, dotrwać
Διαρκώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρκώ

διαρκώ παρατατικοσ, διαρκώ αόριστος, διαρκώ στα αγγλικά, διαρκώ συνωνυμα, διαρκώ κλίση, διαρκώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, διαρκώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • διαρκής στα πολωνικά - ustawiczny, nieprzerwany, trwały, nieustępliwy, uporczywy, stały, ciągły, ...
  • διαρκείας στα πολωνικά - niezmienny, trwały, sezon, pora, pora roku, sezonie, sezonu
  • διαρρέω στα πολωνικά - ciec, dziura, sączyć, nieszczelność, pęknięcie, przeciekać, ulatniać, ...
  • διαρρήκτης στα πολωνικά - włamywacz, burglar, antywłamaniowe, Włamywaczka, włamywaczem
Τυχαίες λέξεις
Διαρκώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: poprzedni, przetrwać, ciągać, wystarczać, ostatnio, ostatni, wystarczyć, trwać, starczyć, znieść, wytrwać, dotrwać