Otępienie στα ελληνικά
Μετάφραση: otępienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάπληξη, εμβροντησία, αδράνεια, νάρκη, λήθαργος, λήθαργο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biomechanika στα ελληνικά - εμβιομηχανικής, εμβιομηχανική, βιομηχανική, βιοδυναμικής
- braterski στα ελληνικά - αδερφικός, αδελφικός, αδελφική, αδελφικές, αδελφικής, σωματειακές
- czwórnik στα ελληνικά - -way
- grupowy στα ελληνικά - συλλογικός, ομάδα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Τυχαίες λέξεις
Otępienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάπληξη, εμβροντησία, αδράνεια, νάρκη, λήθαργος, λήθαργο
Μεταφράσεις: κατάπληξη, εμβροντησία, αδράνεια, νάρκη, λήθαργος, λήθαργο