Płukać στα ελληνικά
Μετάφραση: płukać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλένω, κοκκινίζω, τρίβω, ξεπλένω, χτενίζω, πλύνω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cierniowy στα ελληνικά - ακανθώδης, αγκαθωτός, ακανθώδες, ακανθώδη, ακανθώδους
- cynkografia στα ελληνικά - τσιγκογράφημα
- erekcja στα ελληνικά - ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
- intelektualny στα ελληνικά - διανοητικός, πνευματικός, εγκεφαλικός, διανοούμενος, πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Płukać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλένω, κοκκινίζω, τρίβω, ξεπλένω, χτενίζω, πλύνω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε
Μεταφράσεις: πλένω, κοκκινίζω, τρίβω, ξεπλένω, χτενίζω, πλύνω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε