Paraliżować στα ελληνικά
Μετάφραση: paraliżować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάπηρος, καταβάλλω, παραλύω, παραλύσει, παραλύσουν, παραλύουν, παραλύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezpowrotnie στα ελληνικά - αμετάκλητα, ανέκκλητα, οριστικά, αμετάκλητη, αμετακλήτως
- bibliograf στα ελληνικά - βιβλιογράφος, βιβλιογράφου
- drożny στα ελληνικά - ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
- eukaliptol στα ελληνικά - ευκαλυπτόλης, ευκαλυπτόλη, ευκαλυπτολη, η ευκαλυπτόλη, την ευκαλυπτόλη
Τυχαίες λέξεις
Paraliżować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάπηρος, καταβάλλω, παραλύω, παραλύσει, παραλύσουν, παραλύουν, παραλύει
Μεταφράσεις: ανάπηρος, καταβάλλω, παραλύω, παραλύσει, παραλύσουν, παραλύουν, παραλύει