Pełnomocnictwo στα ελληνικά
Μετάφραση: pełnomocnictwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδότηση, παραγγελία, εξουσία, κύρος, δύναμη, ένταλμα, παραγγελιοδόχος, εντολή, παραγγέλλω, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- burta στα ελληνικά - επιβιβάζομαι, σανίδα, πλευρά, πλευράς, πλευρική, πλευρικά, πλευρά της
- destylacja στα ελληνικά - απόσταξη, απόσταξης, αποστάξεως, την απόσταξη, η απόσταξη
- dokądkolwiek στα ελληνικά - οπουδήποτε, όπου και, όπου κι, όπου είναι
- eksportować στα ελληνικά - εξάγω, εξαγωγή, εξαγωγής, την εξαγωγή, εξαγωγών, εξαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Pełnomocnictwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδότηση, παραγγελία, εξουσία, κύρος, δύναμη, ένταλμα, παραγγελιοδόχος, εντολή, παραγγέλλω, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας
Μεταφράσεις: εξουσιοδότηση, παραγγελία, εξουσία, κύρος, δύναμη, ένταλμα, παραγγελιοδόχος, εντολή, παραγγέλλω, πληρεξούσιο, πληρεξουσιότητα, πληρεξουσίου, πληρεξουσιότητας