Pełny στα ελληνικά

Μετάφραση: pełny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, αγχωμένος, ολικός, απόλυτος, μπόλικος, εναργής, κύριος, ελευθερώνω, ολόκληρος, έκδηλος, ολοκληρώνω, γεμάτος, περατώνω, κυριότερος, περιεκτικός, μεστός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Pełny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezwarunkowy στα ελληνικά - απόλυτος, άνευ όρων, ανεπιφύλακτη, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτο, ανεπιφύλακτες
  • brudzić στα ελληνικά - απαίσιος, μουτζούρα, βρώμικος, βρόμικος, κηλίδα, λερωμένος, μουτζουρώνω, ...
  • chomąto στα ελληνικά - λουρί, γιακάς, κολάρο, περιλαίμιο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
  • dziko στα ελληνικά - άγρια, άγριος, άγριων, άγριου, άγριας
Τυχαίες λέξεις
Pełny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, αγχωμένος, ολικός, απόλυτος, μπόλικος, εναργής, κύριος, ελευθερώνω, ολόκληρος, έκδηλος, ολοκληρώνω, γεμάτος, περατώνω, κυριότερος, περιεκτικός, μεστός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες