Pełzanie στα ελληνικά
Μετάφραση: pełzanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύρσιμο, μπουσουλάω, σέρνομαι, έρπω, κόλακας, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ażur στα ελληνικά - διχτυωτό, διάτρητη, openwork, δικτυωτού
- bezsensowny στα ελληνικά - άσκοπος, περίγελος, χαζός, παράλογος, ανόητος, γελοίος, άσκοπη, ...
- bezspornie στα ελληνικά - σαφώς, σαφήνεια, με σαφήνεια, καθαρά, ξεκάθαρα
- dostosowanie στα ελληνικά - στέγαση, σκοπιμότητα, προσαρμογή, κατάλυμα, συμμόρφωση, διασκευή, ρύθμιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Pełzanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύρσιμο, μπουσουλάω, σέρνομαι, έρπω, κόλακας, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Μεταφράσεις: σύρσιμο, μπουσουλάω, σέρνομαι, έρπω, κόλακας, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε