Penetrować στα ελληνικά
Μετάφραση: penetrować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- analogiczny στα ελληνικά - ανάλογος, ανάλογο, ανάλογη, ανάλογες, ανάλογα
- banan στα ελληνικά - μπανάνα, μπανάνας, της μπανάνας, μπανανών, μπανάνες
- cmentarz στα ελληνικά - νεκροταφείο, νεκροταφείου, κοιμητήριο, κοιμητηρίου, νεκροταφείο της
- czarodziejka στα ελληνικά - νεράιδα, μάγισσα, μάγισσας, μάγισσα που, της μάγισσας
Τυχαίες λέξεις
Penetrować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν