Pieścić στα ελληνικά
Μετάφραση: pieścić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυχένας, θωπεύω, καταπραΰνω, λαιμός, σβέρκος, χάδι, χάδια, τα χάδια, χαϊδεύει, το χάδι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chorobliwy στα ελληνικά - ανώμαλος, νοσηρός, νοσηρή, νοσηρές, morbid, νοσογόνο
- dosłowność στα ελληνικά - κυριολεξίας, κυριολεξία
- długopis στα ελληνικά - στυλό, μάντρα, Πένες, ballpen, Στυλό
- izopren στα ελληνικά - ισοπρένιο, ισοπρενίου, το ισοπρένιο
Τυχαίες λέξεις
Pieścić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυχένας, θωπεύω, καταπραΰνω, λαιμός, σβέρκος, χάδι, χάδια, τα χάδια, χαϊδεύει, το χάδι
Μεταφράσεις: αυχένας, θωπεύω, καταπραΰνω, λαιμός, σβέρκος, χάδι, χάδια, τα χάδια, χαϊδεύει, το χάδι