Λέξη: θρανίο

Σχετικές λέξεις: θρανίο

i love θρανίο, θρανίο στα γαλλικά, θρανίο ονειροκρίτης, θρανίο σχολικές γιορτές, θρανίο παιδικό, πρώτο θρανίο, τελευταίο θρανίο, e-θρανίο, θρανίο εκπαιδευτικό υλικό, θρανίο λεξικό

Συνώνυμα: θρανίο

γραφείο, παγκάκι, πάγκος, έδρα δικαστού, δικαστική εξουσία, δικαστικό σώμα, καναπές

Μεταφράσεις: θρανίο

θρανίο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
desk, bench, settee, school desk, a bench

θρανίο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mostrador, pupitre, escritorio, bufete, banco, banco de, banca, banquillo, el banco

θρανίο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tisch, schalter, schreibtisch, pult, Bank, Sitzbank, bench

θρανίο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pupitre, bureau, banc, banquette, écritoire, banc de, table, bench

θρανίο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scrivania, ufficio, panchina, panca, banco, banco di, Divanetto

θρανίο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mesa, escritório, banco, bancada, banco de, bench, banco do

θρανίο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lessenaar, bureau, lezenaar, bank, zitbank, bankje, bench, de bank

θρανίο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стол, конторка, пюпитр, касса, пульт, бювар, парта, скамья, скамейка, скамейке, скамейки, скамьи

θρανίο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
benk, benken

θρανίο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skrivbord, bänk, bänken

θρανίο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kassa, penkki, penkillä, vaihtopenkillä, penkin

θρανίο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrivebord, bænk, bænken, bænk med, bench, prøvebænk

θρανίο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lavice, lavičce, lavička, bench, lavici

θρανίο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biurko, ławka, recepcja, ława, ławki, bench, ławce

θρανίο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
írómappa, szószék, lelkipásztorkodás, írópolc, iskolapad, íróasztal, referens, pad, padon, padra, próbapadi, asztali

θρανίο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bank, tezgah, kulübesi, Oynayamadığı zamanlar, bankları

θρανίο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конторка, бювар, парта, стіл, лава, лавка, скамья, лавочка

θρανίο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stol, Stoli, Stoli nuk, Pankina, bench

θρανίο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пейка, стенд, резервната скамейка, изпитвателен стенд, Пейки за

θρανίο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаўка, лава

θρανίο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osakond, kirjutuslaud, pink, Varumeestepink, katsestendil, pingil, pingi

θρανίο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stol, klupa, katedra, klupa za, bench, klupa kluba, klupe

θρανίο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skrifborð, bekkur, bekknum, Strákarnir á bekknum

θρανίο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
langelis, suolas, stendo, stende, suoliukas, bench

θρανίο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sols, pults, rakstāmgalds, stenda, sola, stends, bench

θρανίο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клупа, клупата, маса, на клупата, клупата на

θρανίο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
birou, bancă, banc, banc de, standul, bancul

θρανίο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
klop, klopi, sedežna, delovne površine, preskusna naprava

θρανίο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lavice, lavica, lavička

Στατιστικά δημοτικότητας: θρανίο

Τυχαίες λέξεις