Λέξη: λασκάρω

Συνώνυμα: λασκάρω

λύω, χαλαρώ, χαλαρούμαι, λύνω, αμολάω

Μεταφράσεις: λασκάρω

λασκάρω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slacken, slack off, loosen, slack

λασκάρω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soltar, relajar, aflojar, aflojarse apagado, flojear, holgazanear

λασκάρω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachlassen, locker aus, nachlässig, slack off, nachzulassen

λασκάρω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affaiblir, relâcher, licencier, baisser, larguer, débander, abandonner, faiblir, délaisser, relaxer, décontracter, détendre, lâcher, ralentir, desserrer, languir, se relâcher, creuses, slack off, slack au large

λασκάρω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rilassare, calare, stasi fuori, slack, slack off, di stasi fuori

λασκάρω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
slack off, afrouxar, relaxo, folga fora, afrouxar fora

λασκάρω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slap af, verslappen, speling af, slack, slappe

λασκάρω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слабнуть, вялым, ослабить, замедлять, ослаблять, травить, расслабляться, вялый, спустя рукава, уменьшайте

λασκάρω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slakk av, slakke av, slapp av, Startslakk, pusterom

λασκάρω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slack off, slappa av, Startslack, skruva upp, slappa

λασκάρω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herpaantua, hellitä, irrota, hervota, hiljentää vauhtia, hiljaiseen

λασκάρω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slæk, slack off, slap ud, slække ud, sin sjuskede

λασκάρω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zanedbávat, ubývat, uvolnit, zmírňovat, umdlévat, ochabnout, zmírnit, zpomalit, povolit, zmenšit, rozpouštět, slack, uvolněná, prověšený, nízkou návštěvností, nevyužitých prostředků

λασκάρω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zluźniać, słabnąć, poluzować, luzować, opuścić, rozluźniać, odprężać, zwalniać, opuszczać, zmniejszać, mdleć, popuszczać, osłabnąć, obijać, się obijać

λασκάρω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lazítanak, laza ki, laza le, laza off

λασκάρω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevşetmek, laçka, engellemektedirler, kapalı durgun, durulmak

λασκάρω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
послабити, труїти, цькувати, травити, травить, отруювати

λασκάρω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xhoko off, xhoko jashtë, plogët off, dembeloseni, të dembeloseni

λασκάρω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отпускате, застой на разстояние, се отпускате

λασκάρω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цкаваць, труціць, травіць, атручваць, вынішчаць

λασκάρω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viirama, aeglustuma, nõrgenema, loid välja, vaikne maha

λασκάρω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
omlitaviti, olabaviti, popustiti, ljenčariti, preskočiti, zatišje off

λασκάρω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slaka á

λασκάρω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsileisti, atleisti, atlyžti, atpalaiduoti, atlėgti

λασκάρω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klusajās

λασκάρω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гасена исклучени, развинтен исклучување

λασκάρω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
delăsători, slack off, devin delăsători, deveniți delăsători

λασκάρω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stiskani off, mrtvilom izven

λασκάρω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slack, uhoľný
Τυχαίες λέξεις