Planowy στα ελληνικά

Μετάφραση: planowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαιτούμενος, πρέπων, προγραμματιστεί, προγραμματισμένες, προγραμματίζονται, προγραμματίζεται, προγραμματισμένη
Planowy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • frustracja στα ελληνικά - ματαίωση, απογοήτευση, απογοήτευσης, την απογοήτευση, απογοήτευσή
  • geneza στα ελληνικά - γένεση, προέλευση, Genesis, Γένεσης, Γένεσις, τη γένεση
  • imienny στα ελληνικά - προσωπικός, ονομαστικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
  • interpolować στα ελληνικά - παρεισάγω, παρεμβάλλει, παρεμβάλει, να παρεμβάλλει, παρεμβάλονται
Τυχαίες λέξεις
Planowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαιτούμενος, πρέπων, προγραμματιστεί, προγραμματισμένες, προγραμματίζονται, προγραμματίζεται, προγραμματισμένη