Plombować στα ελληνικά

Μετάφραση: plombować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθμίζω, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Plombować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • borsuk στα ελληνικά - ασβός, παρενοχλώ, ασβού, badger, ασβών, ασβό
  • falistość στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
  • feldmarszałek στα ελληνικά - στρατάρχη, Στρατάρχης, τον Στρατάρχη
  • gradzina στα ελληνικά - χαλαζόκοκκος, χαλαζοκόκκων, χαλάζι, χαλαζιού, κόκκο χαλαζιού
Τυχαίες λέξεις
Plombować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθμίζω, γεμίζω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης