Λέξη: συμπίπτω

Σχετικές λέξεις: συμπίπτω

συμπίπτω english, συμπίπτω κλίση, συμπίπτω συνώνυμα

Συνώνυμα: συμπίπτω

συντρέχω, συμβάλλω, συναίνω

Μεταφράσεις: συμπίπτω

συμπίπτω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
overlap, concur, coincide

συμπίπτω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concurrir, coincidir, concurren, coincido, convenir

συμπίπτω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überlappung, überschneidung, übereinstimmen, stimmen, zustimmen, einig, stimme

συμπίπτω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chevauchement, recouvrir, convenir, être d'accord, concorder, adoption, d'accord

συμπίπτω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concorrere, consentire, concordare, concorrono, concordano

συμπίπτω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobrepor, surpreender, concordar, concorrer, concordam, concordo, concorrem

συμπίπτω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
het eens zijn, samenvallen, overeenstemmen, eens, het eens

συμπίπτω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекрывать, совпадать, согласны, согласиться, согласен, совпадают

συμπίπτω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samstemte, enig, enige, stemmer overens, er enige

συμπίπτω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
instämmer, instämma, ense, sammanfaller, instämmer i

συμπίπτω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
limittää, taite, limitys, samaa mieltä, yhtyä, samaa, yhtä mieltä, ovat yhtä mieltä

συμπίπτω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enige, enig, tilslutte, er enig, tilslutter

συμπίπτω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
překrýt, přesahovat, překrývat, shodovat se, shodují, souhlasit, se shodují, souhlasím

συμπίπτω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zachodzić, nakładać, pokrywać, zgodzić się, zgodzić, zgadzam, zgadzają się, zgadzam się

συμπίπτω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyetért, egyetértek, egyetértenek, ért egyet, egybehangzóan

συμπίπτω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesişmek, hemfikir, concur, örtüşmeyebilir, aynı fikirdeyiz

συμπίπτω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекривати, збігатися, співпадати, збігатиметься, збігатимуться

συμπίπτω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pajtohem, jam i një mendjeje, pajtohen, dakord, pajtohemi

συμπίπτω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съответствувам, съгласен, съгласи, се съгласи, съгласува

συμπίπτω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супадаць

συμπίπτω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülekattumine, nõustuma, nõus, nõustuda, nõustun, nõustu

συμπίπτω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nalijegati, preklapanje, podudarati se, slagati se, slažu, slagati, se slažu

συμπίπτω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sammála, eru sammála, sammála um, fallist, er sammála

συμπίπτω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutikti, sutinka, sutinku, sutampa, pritariu

συμπίπτω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekrist, piekrītu, sakrīt, ir vienisprātis

συμπίπτω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
согласите, поклопуваат, се согласите, се согласуваат, се поклопуваат

συμπίπτω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coincide, acord, de acord, sunt de acord, concură

συμπίπτω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
se strinjam, strinjam, strinjamo, strinjajo

συμπίπτω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zhodovať, byť v súlade, zodpovedať, zhodovat, súhlasiť
Τυχαίες λέξεις