Pożyczać στα ελληνικά
Μετάφραση: pożyczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δανεισμός, δανείζομαι, δάνειο, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις
- aspirować στα ελληνικά - φιλοδοξώ, αναρροφώ, Aspire, φιλοδοξούν, επιδιώκουμε, προσβλέπουν
- dygać στα ελληνικά - βαρίδι, bob, Μπομπ, ο Bob, τον Bob
- erudyta στα ελληνικά - πολυμαθής, λόγιος, περισπούδαστου, λόγιου, εμβριθής, πολυμαθείς
- importowanie στα ελληνικά - εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγές, τις εισαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Pożyczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δανεισμός, δανείζομαι, δάνειο, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις: δανείζω, δανεισμός, δανείζομαι, δάνειο, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε