Λέξη: ακουστικός

Σχετικές λέξεις: ακουστικός

ακουστικός φλοιός, ακουστικός σχεδιασμός και πολυμέσα, ακουστικόσ αφρόσ, ακουστικός μετεωρισμός, ακουστικόσ σχεδιασμόσ χώρων, ακουστικός πόρος, ακουστικός ενισχυτής, ακουστικός τύπος, ακουστικός τηλέγραφος, ακουστικός μηχανικός

Μεταφράσεις: ακουστικός

ακουστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acoustic, aural, audio, auditory, audible, acoustical

ακουστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
auricular, acústico, auditivo, auditiva, auditivos, auditivas, auditorio

ακουστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ton, audio, ohrsignal, zuhörerschaft, akustisch, akustik, Hör-, Gehör-, Gehör

ακουστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sonorité, auditif, auriculaire, acoustique, auditive, auditives, auditifs, sonore

ακουστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acustico, uditorio, uditivo, uditiva, uditive, uditivi

ακουστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acústico, auditivo, auditiva, auditivos, auditivas

ακουστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
akoestisch, gehoor-, auditorium, auditieve, auditief, gehoor

ακουστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акустический, приятный, акустика, ушной, слуховой, звуковой, слуховые, слуховая, слухового, аудитория

ακουστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lyd, akustisk, auditiv, auditive, auditivt, hørsels, hørbar

ακουστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
akustisk, auditiv, hörsel, auditiva, audi

ακουστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
akustinen, ääni, kuulolääke, auditiivinen, kuulo, kuulo-, kuuloon, auditory

ακουστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
auditive, auditiv, akustiske, lydsignal, auditivt

ακουστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvuk, sluchový, akustický, akustika, zvukový, ušní, sluchové, nedoslýchavé, pro nedoslýchavé, sluchová

ακουστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
akustyczny, akustyka, uszny, dźwiękowy, słuchowy, fonia, słuchowe, słuchowej, słuchowych, słuchowego

ακουστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halló, hallási, hallható, hallókészülék, füli, akusztikai, kiáramló, auditív, hallás, akusztikus

ακουστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işitsel, işitme, kulak

ακουστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вушний, слуховий, аудіо, звукової, звуковій, звуковою, вушної, акустичне, звуковий, слухової, слуховой

ακουστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëgjimor, auditory, dëgjimore

ακουστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
слухов, слухови, слуховия, слуховата, слухова

ακουστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слыхавы, слыхавой, слыхавымі, слухавы, слыхавай

ακουστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sümptomaatiline, akustiline, kuulmis, kuulmis-, kuuldava, auditoorse, kuulmisnärvi

ακουστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žir, zvukovni, auditorij, gledalište, slušateljstvo, čujni, zvučni, audio, teta, žira, tonski, slušaoci, slušni, gledaoci, auditorne, auditivni, slušnom

ακουστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heyrn, hljóðrænum

ακουστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klausos, girdimasis, garsinis, girdimoji, girdimąjį

ακουστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auditorija, dzirdes, akustisks, akustiski

ακουστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
звукот, аудитивни, аудитивните, аудитивен, аудитивна, аудитивната

ακουστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sunet, auditiv, acustic, auditoriu, auditive, auditivă, auz

ακουστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slušna, slušne, slušni, zvočna, zvočne

ακουστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sluchový, zvuk, akustický, ušní, sluchový úľakový reflex ako, sluchové, sluchový úľakový reflex
Τυχαίες λέξεις