Δανείζομαι στα πολωνικά
Μετάφραση: δανείζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypożyczać, pożyczać, pożyczyć, zapożyczać, wypożyczyć, pożyczania
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δανείζομαι
δανείζομαι συνωνυμα, δανείζομαι μεταφραση, δανείζομαι στα αγγλικα, δανείζομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, δανείζομαι στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- δακτύλιος στα πολωνικά - pierścień, ring, pierścionek, pierścienia, pierścieniowy
- δαμάσκηνο στα πολωνικά - rodzynek, delikates, śliwa, śliwka, śliwki, plum, śliwkowy, ...
- δανείζω στα πολωνικά - udzielać, dodawać, pożyczyć, wypożyczać, użyczać, pożyczać, użyczyć, ...
- δανειζόμενος στα πολωνικά - kredytobiorca, dłużnik, pożyczkobiorca, pożyczający, kredytobiorcy
Τυχαίες λέξεις
Δανείζομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wypożyczać, pożyczać, pożyczyć, zapożyczać, wypożyczyć, pożyczania
Μεταφράσεις: wypożyczać, pożyczać, pożyczyć, zapożyczać, wypożyczyć, pożyczania