Pożyczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: pożyczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Pożyczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciżba στα ελληνικά - πλήθος, συρρέω, στριμώχνω, στύβω, συναθροίζομαι, ζουλώ, κοσμοσυρροή, ...
  • etan στα ελληνικά - αιθάνιο, αιθανο, αιθανίου, το αιθάνιο
  • filozofować στα ελληνικά - φιλοσοφώ, φιλοσοφεί, φιλοσοφούν, φιλοσοφείς, φιλοσοφείν
  • gryf στα ελληνικά - σβέρκος, αυχένας, λαιμός, λαιμό, λαιμού, αυχένα, το λαιμό
Τυχαίες λέξεις
Pożyczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε