Pożywiać στα ελληνικά

Μετάφραση: pożywiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιτίζω, ταΐζω, τροφοδοτώ, ,
Pożywiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bieżnik στα ελληνικά - βήμα, πατημασιά, τσαλαπατώ, πάτημα, πέλματος, πέλμα, του πέλματος, ...
  • enklityczny στα ελληνικά - εγκλιτικό
  • higiena στα ελληνικά - ασφάλεια, υγιεινή, υγιεινής, την υγιεινή, υγιεινή των, της υγιεινής
  • inkryminować στα ελληνικά - ενοχοποιώ, καταγγέλλω, να παραπέμψουν, παραπέμψουν, προσάγει, να προσάγει
Τυχαίες λέξεις
Pożywiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιτίζω, ταΐζω, τροφοδοτώ, ,