Poczytywać στα ελληνικά

Μετάφραση: poczytywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρίνω, θεωρώ, κρίνουν, θεωρούν, κρίνει, το κρίνουν, θεωρήσει
Poczytywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amoralność στα ελληνικά - ανηθικότητα, αμοραλισμό, αμοραλισμός, τον αμοραλισμό
  • duet στα ελληνικά - μονομαχία, ντουέτο, δίδυμο, duo, ντουέτου, το δίδυμο
  • egzystencjalny στα ελληνικά - υπαρξιακός, υπαρξιακή, υπαρξιακό, υπαρξιακής, υπαρξιακά
  • german στα ελληνικά - γερμάνιο, γερμανίου, το γερμάνιο, του γερμανίου
Τυχαίες λέξεις
Poczytywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρίνω, θεωρώ, κρίνουν, θεωρούν, κρίνει, το κρίνουν, θεωρήσει