Κρίνω στα πολωνικά
Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mniemać, sądzić, poczytywać, uważać, sędzia, sędzią, sędziego, sąd
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίνω
κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας πολωνικά, κρίνω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- κρίμα στα πολωνικά - zawstydzać, hańba, szkoda, wstydzić, współczucie, sromota, politowanie, ...
- κρίνος στα πολωνικά - grzybień, lilia, lilijka, lily, lilii, Liliowiec
- κρίση στα πολωνικά - rozpoznanie, orzeczenie, sąd, osąd, wyrok, kryzys, kryzysu, ...
- κρίσιμος στα πολωνικά - zasadniczy, kluczowy, węzłowy, decydujący, rozstrzygający, pierwszoplanowy, krytyczny, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: mniemać, sądzić, poczytywać, uważać, sędzia, sędzią, sędziego, sąd
Μεταφράσεις: mniemać, sądzić, poczytywać, uważać, sędzia, sędzią, sędziego, sąd