Podarować στα ελληνικά
Μετάφραση: podarować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δώρο, παρουσιάζω, παρών, παραδίνω, δίνω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astenia στα ελληνικά - εξασθένιση, εξασθένηση, αδυναμία, ασθένεια, εξασθενήσεως
- cudowność στα ελληνικά - αναρωτιέμαι, αναρωτιούνται, αναρωτιέστε, αναρωτηθεί, αναρωτηθείτε
- czerwony στα ελληνικά - ροδαλός, κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινου
- domniemywać στα ελληνικά - τεκμαίρεται, τεκμαίρεται ότι, θεωρείται, θεωρείται ότι, τεκμήριο
Τυχαίες λέξεις
Podarować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δώρο, παρουσιάζω, παρών, παραδίνω, δίνω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές
Μεταφράσεις: δώρο, παρουσιάζω, παρών, παραδίνω, δίνω, δωρίσουν, δωρίσει, δωρεά, δωρίσετε, δωρεές