Podczas στα ελληνικά
Μετάφραση: podczas, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cynkowanie στα ελληνικά - γαλβανισμού, γαλβανισμό, γαλβάνισμα, γαλβανισμός, γαλβανισμος
- dobiegać στα ελληνικά - μέθοδος, προσέγγιση, πλησιάζω, προσεγγίζω, ακουστεί, ακούγεται στο, ακουστεί σε, ...
- endogamia στα ελληνικά - ενδογαμία, ενδογαμίας, ενδογαμίας που ακολουθούνταν στο, ενδογαμίας που λειτουργούσε, ενδογαμίας που ακολουθούνταν
- fatamorgana στα ελληνικά - οφθαλμαπάτη, αντικατοπτρισμός, Mirage, αντικατοπτρισμό, χίμαιρα
Τυχαίες λέξεις
Podczas στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
Μεταφράσεις: σε, κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της