Podnieść στα ελληνικά

Μετάφραση: podnieść, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυψώνω, αυξάνω, αύξηση, πετεινός, ανατρέφω, βελτιώνω, αυξάνομαι, ανατέλλω, ασανσέρ, αναστηλώνω, ορθώνομαι, κόκορας, σηκώνω, υψώνω, κύβος, μεταρσιώνω, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Podnieść στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blokować στα ελληνικά - στηρίγματα, φραγμός, κλειδαριά, παρακωλύω, κωλυσιεργώ, απενεργοποιώ, αχρηστεύω, ...
  • czwórkowy στα ελληνικά - από, της, του, των
  • czytelnie στα ελληνικά - ευανάγνωστα, ευανάγνωστο, ευανάγνωστη, τρόπο ευανάγνωστο, ευανάγνωστους
  • dusznica στα ελληνικά - άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
Τυχαίες λέξεις
Podnieść στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυψώνω, αυξάνω, αύξηση, πετεινός, ανατρέφω, βελτιώνω, αυξάνομαι, ανατέλλω, ασανσέρ, αναστηλώνω, ορθώνομαι, κόκορας, σηκώνω, υψώνω, κύβος, μεταρσιώνω, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση