Podważać στα ελληνικά

Μετάφραση: podważać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφισβητώ, έπαθλο, εξευτελίζω, ανακρίνω, διαφωνία, διεκδικώ, διένεξη, ερώτημα, ζήτημα, ερώτηση, βραβείο, μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, του μοχλού
Podważać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aglutynina στα ελληνικά - αγλουτινίνη, αγγλουτινίνη, αγκλουτινίνη, συγκολλητίνη, agglutinin
  • debata στα ελληνικά - συζήτηση, διαφωνία, επιχείρημα, λογομαχία, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, ...
  • frykatywny στα ελληνικά - προφέρονταν, χειλικό, δασείς, λαρυγγικούς, τριβόμενο
  • hydrolog στα ελληνικά - hydrologist, υδρολόγο, υδρολόγος
Τυχαίες λέξεις
Podważać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφισβητώ, έπαθλο, εξευτελίζω, ανακρίνω, διαφωνία, διεκδικώ, διένεξη, ερώτημα, ζήτημα, ερώτηση, βραβείο, μοχλός, μοχλό, μοχλού, μοχλ, του μοχλού