Podwajać στα ελληνικά

Μετάφραση: podwajać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Podwajać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezbarwny στα ελληνικά - άχρωμος, άχρωμο, άχρουν, άχρωμου, άχρωμη
  • beztreściowy στα ελληνικά - άδειος, ανούσιος, ανούσια, σαχλό, άτσαλο περπάτημά, και άτσαλο περπάτημά
  • cysterna στα ελληνικά - δοχείο, δεξαμενή, δεξαμενής, ρεζερβουάρ, δοχείου
  • fascynacja στα ελληνικά - γοητεία, γοητείας, τη γοητεία, γοητεία που, ενθουσιασμός
Τυχαίες λέξεις
Podwajać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού