Pogłębiać στα ελληνικά

Μετάφραση: pogłębiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αύξηση, αυξάνω, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει
Pogłębiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • artykulik στα ελληνικά - ισοτιμία, ισότητα, άρτιο, par, παρ, ονομαστικής, ονομαστική
  • boleściwy στα ελληνικά - λυπηρός, θλιμμένος, περίλυπος, θλιβερά, θλιβερής
  • degradować στα ελληνικά - εκφαυλίζω, χαμηλώνω, υποβαθμίζω, καθαιρώ, ταπεινώνω, εξευτελίζω, υποβαθμίσει, ...
  • indywidualistyczny στα ελληνικά - ατομικιστικός, ατομικιστική, ατομικιστικό, ατομικιστικές, ατομικιστικών
Τυχαίες λέξεις
Pogłębiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αύξηση, αυξάνω, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει