Pogrążać στα ελληνικά
Μετάφραση: pogrążać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, καταδύομαι, καταγώγιο, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Μεταφράσεις
- burta στα ελληνικά - επιβιβάζομαι, σανίδα, πλευρά, πλευράς, πλευρική, πλευρικά, πλευρά της
- dezorganizować στα ελληνικά - αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
- empiryk στα ελληνικά - εμπειρικιστικής, εμπειριστικό, εμπειριστικής, εμπειριοκρατικές, εμπειρικιστική
- fosforowy στα ελληνικά - φωσφορικός, φωσφορικό, φωσφορικού, το φωσφορικό, φωσφορικόν
Τυχαίες λέξεις
Pogrążać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, καταδύομαι, καταγώγιο, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Μεταφράσεις: βουτώ, καταδύομαι, καταγώγιο, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση