Pokłócić στα ελληνικά

Μετάφραση: pokłócić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυγαδίζω, καυγάς, διαπληκτίζομαι, φιλονικία, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε, οριστεί
Pokłócić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • badać στα ελληνικά - σαρώνω, έρευνα, ανασκόπηση, ερευνώ, ανακόπτω, καρέ, σταματώ, ...
  • cykl στα ελληνικά - περιοδεία, διάστημα, περίοδος, ποδηλασία, στρογγυλός, γύρος, κύκλος, ...
  • dobicie στα ελληνικά - τελειωτής, τελικού επεξεργαστή, τελικό επεξεργαστή, τελικός επεξεργαστής, finisher
  • gwintownica στα ελληνικά - βελονιάζων, σπειρωτή, σπειροτόμου, σπειροτόμο, μετά σπειρώματος
Τυχαίες λέξεις
Pokłócić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυγαδίζω, καυγάς, διαπληκτίζομαι, φιλονικία, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε, οριστεί