Pokładać στα ελληνικά
Μετάφραση: pokładać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, στρώνω, ξαπλώνω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bytowy στα ελληνικά - ουσιώδης, κατοικίδιος, οικιακός, ζωτικός, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, ...
- błogosławieństwo στα ελληνικά - ευλογία, την ευλογία, ευλογίες, ευλογίας, ευχή
- etyka στα ελληνικά - ηθική, φιλοσοφία, δεοντολογία, δεοντολογίας, ηθικής, την ηθική
- guma στα ελληνικά - μαστίχα, γόμα, λαστιχένιος, κόμμι, κόμμεος, ούλων, κόμμεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Pokładać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, στρώνω, ξαπλώνω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
Μεταφράσεις: κοσμικός, στρώνω, ξαπλώνω, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε