Pokierować στα ελληνικά
Μετάφραση: pokierować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδηγός, ξεναγώ, καθοδηγώ, ξεναγός, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Μεταφράσεις
- chyżość στα ελληνικά - ταχύτητα, ταχύτητας, ταχύτητος, ταχύτητα του, της ταχύτητας
- endogenny στα ελληνικά - ενδογενούς, ενδογενή, ενδογενείς, ενδογενής, ενδογενών
- erozja στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, τη διάβρωση, της διάβρωσης, διάβρωση του
- imperialny στα ελληνικά - αυτοκρατορία, αυτοκρατορίας, Empire, την αυτοκρατορία
Τυχαίες λέξεις
Pokierować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδηγός, ξεναγώ, καθοδηγώ, ξεναγός, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Μεταφράσεις: οδηγός, ξεναγώ, καθοδηγώ, ξεναγός, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε