Pokostować στα ελληνικά
Μετάφραση: pokostować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezdrutowy στα ελληνικά - ασύρματο
- dój στα ελληνικά - γάλα, αρμέγω, άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, την άμελξη, το άρμεγμα
- etylen στα ελληνικά - αιθυλένιο, αιθυλενίου, αιθυλενο, του αιθυλενίου, αιθυλενοξειδίου
- heraldyk στα ελληνικά - εραλδική, οικοσημολογίας, εραλδικής, Οικοσημολογία, εραλδική επιστήμη
Τυχαίες λέξεις
Pokostować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι
Μεταφράσεις: βερνικώνω, βερνίκι, βερνικιού, βερνίκια, βερνικιών, το βερνίκι