Poniewierać στα ελληνικά
Μετάφραση: poniewierać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγνοια, παραγνωρίζω, κακομεταχειρίζομαι, χειρίζεστε, ταλαιπωρείται, χειρίζομαι κακώς, τη χειρίζεστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czworokątny στα ελληνικά - πλατεία, τετράγωνο, τετράπλευρος, τετραγωνικός, τετράπλευρο, τετράπλευρη, τετράπλευρα
- dekontaminacja στα ελληνικά - επανεπεξεργασίας, Η επανεπεξεργασία, επανεπεξεργασία, της επανεπεξεργασίας
- eksperymentalnie στα ελληνικά - πειραματικά, πειραματικώς, πειραματική, πειραματικό
- etykietowanie στα ελληνικά - επισήμανση, σήμανση, την επισήμανση, επισήμανσης, σήμανσης
Τυχαίες λέξεις
Poniewierać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγνοια, παραγνωρίζω, κακομεταχειρίζομαι, χειρίζεστε, ταλαιπωρείται, χειρίζομαι κακώς, τη χειρίζεστε
Μεταφράσεις: άγνοια, παραγνωρίζω, κακομεταχειρίζομαι, χειρίζεστε, ταλαιπωρείται, χειρίζομαι κακώς, τη χειρίζεστε