Poręczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: poręczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγγυώμαι, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, εγγύησης, εγγυήσεων, εγγυήσεως, εγγυήσεις
Poręczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blaszkowy στα ελληνικά - φυλλωτός, φυλλοειδής
  • gigaherc στα ελληνικά - γιγαχέρτζ, gigahertz, γιγαμπάιτ
  • hrabiowski στα ελληνικά - υπολογίζω, αρίθμηση, Count, Καταμέτρηση, μετράνε
  • ibis στα ελληνικά - ίβης, Ibis, Το Ibis, ξενοδοχείο Ibis
Τυχαίες λέξεις
Poręczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγγυώμαι, αντίκρισμα, εγγύηση, εχέγγυο, εγγύησης, εγγυήσεων, εγγυήσεως, εγγυήσεις