Λέξη: σοφιστικέ
Σχετικές λέξεις: σοφιστικέ
σοφιστικέ στυλ
Μεταφράσεις: σοφιστικέ
σοφιστικέ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sophisticated, sophistication, and sophisticated, a sophisticated
σοφιστικέ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sofisticado, sofisticada, sofisticados, sofisticadas
σοφιστικέ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fortgeschritten, anspruchsvoll, raffiniert, hoch entwickelt, anspruchsvolle, anspruchsvollen
σοφιστικέ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
raffiné, subtil, perfectionné, ingénieux, sophistiqué, sophistiquée, sophistiqués, sophistiquées, complexe
σοφιστικέ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sofisticato, sofisticata, sofisticati, sofisticate, raffinato
σοφιστικέ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sofisticado, fuligem, sofisticada, sofisticados, sofisticadas
σοφιστικέ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geraffineerd, geavanceerde, verfijnde, verfijnd, geavanceerd
σοφιστικέ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сложный, опытный, подложный, обманчивый, фальсифицированный, поддельный, складной, изящный, замысловатый, подделанный, усложненный, изощренный, утонченный, складный, сложные, сложной, сложным, сложная
σοφιστικέ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sofistikert, sofistikerte, avansert, avanserte, presisjon
σοφιστικέ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sofistikerad, sofistikerade, sofistikerat, avancerad, avancerade
σοφιστικέ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
konstikas, älykäs, herkkä, sofistikoitu, edistynyt, hienostunut, kehittyneitä, kehittyneempiä, hienostuneen, kehittynyttä
σοφιστικέ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sofistikerede, sofistikeret, avanceret, avancerede, raffineret
σοφιστικέ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důmyslný, sofistikovaný, sofistikované, propracovaný, sofistikovanější
σοφιστικέ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytworny, wymyślny, finezyjny, wyrafinowany, sztuczny, wyszukany, Elegancki, wyrafinowane, zaawansowany
σοφιστικέ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tapasztalt, meghamisított, elferdített, kifinomult, affektált, hamisított, kitanult, bonyolult, kifinomultabb, fejlett, igényes
σοφιστικέ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sofistike, gelişmiş, karmaşık, sofistike bir, gelişmiş bir
σοφιστικέ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підроблений, оманливий, природності, досвідчений, складний, складне, складніший, найскладніший, складна
σοφιστικέ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i sofistikuar, sofistikuar, të sofistikuar, sofistikuara, të sofistikuara
σοφιστικέ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изтънчен, изискан, усъвършенствана, сложна, сложни
σοφιστικέ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
складаны, складанае, цяжкі
σοφιστικέ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keeruline, kogenud, keerukamaid, keerulisi, keerukaid
σοφιστικέ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vješt, profinjen, sofisticiran, sofisticirana, sofisticirani, sofisticirane, sofisticiraniji
σοφιστικέ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háþróuð, háþróaður, háþróaðri, flóknari, háþróuðu
σοφιστικέ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sudėtingas, rafinuotas, sudėtinga, sudėtingesnės, sudėtingų
σοφιστικέ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsmalcināts, sarežģīta, sarežģītu, sarežģītākas, izsmalcinātu
σοφιστικέ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
софистицирани, софистициран, софистицирана, софистицираните, софистицирано
σοφιστικέ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sofisticat, sofisticate, sofisticată, sofisticata, de sofisticat
σοφιστικέ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prefinjen, prefinjene, sofisticirane, prefinjeno, prefinjena
σοφιστικέ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náročný, rafinovaný, sofistikovaný, dômyselný, sofistikované, prepracovaný